- αδρότης
- 100 ἁδρότης{сущ., 1}обилие, множество (2Кор. 8:20).*▲ ключ.сл.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
αδροτής — ἁδροτής, η (Α) βλ. ἁδρότητα … Dictionary of Greek
ἁδροτής — vigour fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδρότης — ἁδροτής vigour fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδροτῆτα — ἁδροτής vigour fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδρότητα — ἁδροτής vigour fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδρότητι — ἁδροτής vigour fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδρότητος — ἁδροτής vigour fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδρός — ή, ό (Α ἁδρός, ά, όν και ός, όν) 1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος 2. παχύς, πυκνός 3. ογκώδης 4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός 5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος αρχ. 1. βίαιος 2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης 3. (για αβγά) αυτό… … Dictionary of Greek
αδρότητα — η (Μ ότης, Α ἁδροτής, ῆτος) [ἁδρὸς] αρχ. νεοελλ. 1. σφρίγος, σθένος, δύναμη, ιδίως σωματική 2. μεστότητα, ωριμότητα, ωρίμανση μσν. αφθονία … Dictionary of Greek